- διαπλέειν
- διαπλέωsail throughpres inf act (epic ionic)διαπλέωsail throughpres inf act (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πολύζαλος — ον, Α γεμάτος ζάλη, ταραχώδης, περιπετειώδης («τὴν πολύζαλον τοῦ βίου διαπλέειν θάλασσα», Καισάρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ζάλη] … Dictionary of Greek